νεοσταθής

νεοσταθής
νεο-στᾰθής, ές, ([etym.] ἵστημι)
A newly settled,

δῆμος Plu.2.321d

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεοσταθής — νεοσταθής, ές (Α) αυτός που συγκροτήθηκε πρόσφατα («νεοσταθεὶς δῆμος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σταθής (< θ. σταθ τών στάθμη, σταθμός), πρβλ. ευ σταθής] …   Dictionary of Greek

  • νεοσταθεῖ — νεοσταθής newly settled masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νεοσταθής newly settled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοσταθέος — νεοσταθής newly settled masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”